Πρέπει να ήμουν κοντά στα 26μου όταν έπιασα δουλειά σαν οικοδόμος στο Χαλάνδρι. Η δουλειά ήταν αρκετά καλή και έτσι δεν άργησα να μετακομίσω στο βορειοανατολικό τμήμα του λεκανοπεδίου των Αθηνών. Η εργατικότητά μου γρήγορα διαδόθηκε, οπότε όταν τελείωνε το ένα έργο αμέσως με καλούσαν σε άλλο. Έτσι από απλός εργάτης έφτασα σε σύντομο χρονικό διάστημα να θεωρούμε βοηθός μάστορα και αμειβόμουν με 5000δρχ. την ήμερα και ένσημα.
Ένα απόγευμα μετά την παράδοση της τελευταίας οικοδομής που εργαζόμουν, πήγα στην καφετερία που συναντιόμασταν οι οικοδόμοι της περιοχής για να βρω καινούργια οικοδομή να δουλέψω. Τότε μου πρότειναν να δουλέψω στα αυθαίρετα. Οι απαιτήσεις αυτής της δουλειάς ήταν ότι εκτός από καλός στην δουλειά σου έπρεπε και να είσαι πολύ γρήγορος. Το μεροκάματο που μου πρόσφεραν ήταν 12,000δρχ. και χωρίς ένσημα. Ήταν η περίοδος που υποστήριζα οικονομικά τους γονείς μου, που ήταν άρρωστοι και οι δυο και οι απαιτήσεις σε φάρμακα και γιατρούς ήταν πελώριες για τις οικονομικές μου δυνατότητες. Έτσι την άλλη μέρα το πρωί βρέθηκα να δουλεύω στα αυθαίρετα.
Ήταν ένα συνεργείο 15 ατόμων περίπου. Εφτά μάστορες και οχτώ βοηθοί. Η ταχύτητα που δούλευαν ήταν ιλιγγιώδης για μένα. Προσαρμόστηκα όμως σχεδόν σε δυο ημέρες χάρη στην υπέροχη βοήθεια και συνεργασία που βρήκα από όλους. Έτσι λοιπόν έγινα πολύ γρηγορότερος από ότι όλοι πίστευαν ότι μπορώ να γίνω.
Προς το τέλος της δεύτερης εβδομάδας, με πλησίασε ο γιος του εργολάβου και με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη μου είπε ότι θα έπρεπε να δουλέψω με τον Παυλάκη. Γιατί ποιος είναι ο Παυλάκης τον ρώτησα και εκείνος χαμογελώντας ακόμα περισσότερο μου είπε: θα δεις, θα δεις. Ακριβός το ίδιο μου είπε και όποιον κι`αν ρώτησα: θα δεις, θα δεις.
Την Δευτέρα ξεκινήσαμε μια καινούργια οικοδομή αρκετά μεγάλη. Κανονικά με τον ρυθμό που δουλεύαμε θα έπρεπε να την παραδώσουμε σε τρεις ήμερες (περίπου 8 με απλό συνεργείο). Ξεκινήσαμε λοιπόν στις εφτά το πρωί και δεν άργησαν να αρχίσουν και τα τα τραγούδια (δουλεύαμε και τραγουδούσαμε). Δεν ξέρω τι ώρα ήταν όταν κατάλαβα ότι κανείς δεν τραγουδούσε πια και ότι ο χτύπος από τα σκεπάρνια που κάρφωναν τις πρόκες είχε πολλαπλασιαστή σε ασυνήθιστο ρυθμό. Επίσης συνειδητοποίησα ότι ήμουν ο μόνος βοηθός που εξυπηρετούσε και τους εφτά μάστορες. Σήκωσα τα μάτια μου για να βρω τους άλλους βοηθούς, που πίστευα ότι μου έκαναν πλάκα δοκιμάζοντας την ταχύτητά μου, αλλά τους είδα όλους να τρεχουν σαν τρελοί, για να προλάβουν έναν καινούργιο μάστορα που δεν είδα πότε ήρθε.
Ήταν ένα άτομο κοντά στα 40 μετρίου αναστήματος, με κοντά αραιά μαλλιά και φώναζε τόσο δυνατά και νευρικά που σου ανέβαζε την αδρεναλίνη στα ύψη. Φέρτε Λατάκια φέρτε πρόκες, φέρτε τάβλες, τράβα το ράμμα, άντε ρε ακόμα; Κουνηθείτε ρε...(οι βρισιές που έλεγε ήταν αρκετά γνωστές σε όλους μας). Κάποια στιγμή, ζήτησε ξύλα και επειδή ήμουν κοντά του τα έδωσα τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να βρίσει. Κοντοστάθηκε και με κοίταξε απορημένος. Τότε κατάφερα να δω το πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο δύσκολου ανθρώπου, χαραγμένο από τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και τόσο άγριο που πίστεψα εκείνη την στιγμή ότι θα πιαστούνε στα χέρια. Τα μάτια του ήταν κάτι που δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει. Πέταγαν φωτιές και δήλωναν ότι είναι έτοιμος για όλα. Η ταν η επί τας , όλα η τίποτα, ήταν τα μηνύματα που έλαβα από αυτήν την αστραπιαία και άγρια ματιά. Τα χείλη του ήταν σφιχτά κλειστά, γιατί στήριζαν τις πρόκες που είχε στο στόμα του(συνήθεια των οικοδόμων) και αμέσως άρχισε να φωνάζει και να βρίζει τους βοηθούς του: Άντε ρε άχρηστοι μ@λ@κες μέχρι αυτός που δουλεύει με αυτούς με προλαβαίνει. Φερε ρε αυτό το πέτσωμα και έδειχνε με το δάχτυλο του ποιο ξύλο έλεγε, αλλά τα παιδιά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε και τι έδειχνε. Για να καταλάβεις προσπάθησε να μιλήσεις με το στόμα σφιχτά κλειστό. Και τότε άρχισε να πετάει πρόκες από το στόμα του προς το ξύλο που ήθελε για να καταλάβουν οι βοηθοί του. Τόλμα να το κάνεις αυτό σε μένα και θα δεις, ήταν η σκέψη που ήρθε στο μυαλό μου.
Αυτό είναι ο Παυλάκης μου ψιθύρισε ένας μάστορας όταν είπα: ω ρε μάνα μου τι είναι τούτο; Η ημέρα συνεχίστηκε με εξωφρενικούς ρυθμούς. Όλοι δουλεύαμε θεότρελα, ποιο γρήγορα και από την σκέψη. Το μόνο που θυμάμαι είναι τον εργολάβο να μας διώχνει και να μας λέει να μην βγούμε βόλτα εκείνη την ημέρα γιατί θα μας καλούσε πάλι. Δεν πολυκατάλαβα τι έλεγε, αλλά φύγαμε όλοι. Δεν κατάλαβα ούτε σε ποιο στάδιο είχαμε φέρει τα καλούπια. Πήγα στο σπίτι μου και έφαγα σαν ζώο, χωρίς να βγάλω τα ρούχα τις δουλειάς. Ούτε καν τα παπούτσια. Ήμουν τόσο κουρασμένος και φορτωμένος ακόμα με την υπερένταση, που ξάπλωσα στο πάτωμα για να ηρεμήσω.
Πρέπει να ήταν γύρω στις εφτά και μισή το απόγευμα, όταν με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο γιος του εργολάβου και μου έλεγε να πάω στην δουλειά για να κλείσουμε και να ρίξουμε μπετά. Πίστευα ότι με κορόιδευε. Πως είναι δυνατόν να ρίξουμε μπετά σήμερα; χαχαχα γέλασα. Σηκώθηκα και πήγα. Πράγματι ήταν όλη η ομάδα εκεί. Ήταν και ο Παυλάκης εκεί, πολύ ποιο ήρεμος τώρα, αλλά πάλι πολύ άγριος. Και το αστείο είναι ότι πραγματικά ρίξαμε μπετά εκείνο το βράδυ. Έμεινε μόνο ένα πολύ μικρο κομμάτι για να ρίξουμε όλη την πλάκα κι` αυτό γιατί μας κυνήγησε πάλι η αστυνομία, αλλά την άλλη μέρα το πρωί κάναμε λίγο χαρμάνι και το ρίξαμε και αυτό. Ήμασταν δυο άτομα όλο κι όλο, ο γιος του εργολάβου κι εγώ όταν ήρθε ο Παυλάκης, με έδειξε με το δάχτυλο και με άγρια φωνή είπε στο αφεντικό: Αυτός είναι δικός μου. Τον θέλω εγώ. Δεν πάει σε κανέναν άλλον κατάλαβες; και έφυγε τόσο ξαφνικά όσο και ήρθε. Έμεινα σαν χαζός να κοιτάω το αφεντικό που είχε σκάσει στα γέλια. Από αύριο δουλεύεις μόνο με τον Παυλάκη.
Έτσι και έγινε. Το άλλο πρωινό αρχίσαμε με τον Παυλάκη να δουλεύουμε οι δυο μας. Πραγματικά αυτό το τρομερό πράγμα, το να προμηθεύεις ξύλα και ότι χρειάζονται εφτά γρήγορα και καλά μαστοριά άρχισε να φαίνεται σαν παιχνιδάκι για παιδιά σε σύγκριση με το να προμηθεύεις τον Παυλάκη. Αν θα μπορούσα να σου πω ότι η ανώτερη ταχύτητα που είχα πιάσει με τους άλλους ήταν τα εκατό, με τον Παυλάκη ξεκινήσαμε από τα εκατόν πενήντα. Ζήταγε μάζευα του έδινα και μέχρι να μαζέψω τα επόμενα που ζήταγε, αυτό το καθίκι είχε τελειώσει και με περίμενε και χαμογελώντας ειρωνικά μου έλεγε άντε ακόμα; Ποιο γρήγορα εγώ, ποιο γρήγορα και αυτός. Ακόμα ποιο γρήγορα εγώ ακόμα ποιο γρήγορα και αυτός. Δεν τον προλάβαινα με τίποτα. Πρέπει να είχα ξεπεράσει τα διακόσια όταν άρχισε να φωνάζει: Άντε ρε άχρηστε ακόμα; Το μυαλό μου άρχισε να φέρνει σβούρες. Η υπερένταση και η αδρεναλίνη πρέπει να άγγιξαν όρια που ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν αγγίξει. Κι`όμως ακόμα ισορροπούσα και αύξανα ταχύτητα ακόμα περισσότερο. Έφτασα σε όρια ταχύτητας εργασίας τέτοια που δεν μπορεί άνθρωπος που δεν το είδε να το πιστέψει. Οι άλλοι είχαν σταματήσει να δουλεύουν και μας κοίταγαν θαυμάζοντας αυτό που έβλεπαν. Δεν ξέρω τι θέαμα ήμασταν για τους άλλους αλλά το μόνο που θυμάμαι είναι να ακούω ένα βουητό μέσα στο μυαλό μου την στιγμή που αυτό το κάθαρμα μου πέταξε πρόκα για να καταλάβω ποιο ξύλο ήθελε.
Θολούρα, σκοτοδίνη, το μόνο πράγμα που έβλεπα πλέον ήταν αυτός. Είχε κλειδώσει η ματιά μου επάνω του και έτσι όπως τον σημάδευα έτρεξα για να τον πιάσω και να ξεσπάσω πάνω του όλη την οργή και τον θυμό που ένοιωθα. Έβριζα και φώναζα σαν και εγώ δεν ξέρω τι, αλλά το μόνο που γινότανε ήταν να βγαίνουν ακανόνιστοι ήχοι από το στόμα μου. Δεν μπορούσα να δω όμως από την θολούρα μου την σκαλωσιά για να μπορέσω να ανέβω και να του........ Τότε και κατάλαβα ότι ήμουν λίγος για τον Παυλάκη. Δεν μπορούσα να τον φτάσω. Απογοητεύτηκα με τον εαυτό μου. Ήμουν πραγματικά άχρηστος και ανάξιος να κρατήσω αυτή την δουλειά. Δεν το αξίζω. Και χωρίς να καταλαβαίνω πλέων και πολλά έβγαλα την ζώνη με τα εργαλεία μου, την άφησα κάτω και γύρισα και έφυγα. Παραιτήθηκα.
Δεν θυμόμουν ούτε το ότι είχα αμάξι και έφυγα με τα πόδια. Δεν ξέρω πόση ώρα περπάταγα ούτε που πήγαινα. Ένα αμάξι σταμάτησε δίπλα μου και άνοιξε η πόρτα του συνοδηγού. Χωρίς να σκεφτώ πλησίασα και μπήκα μέσα. Η οργή μου ξαναφούντωσε όταν κατάλαβα ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο Παυλάκης και αν δεν μου έλεγε ήρεμα είναι όλα καλά δεν ξέρω τι θα είχε γίνει. Με πήγε σε ένα καφενείο που είχε και μεζεδάκια. Αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε σαν να ήτανε γιορτή. Και φερε και πιες και φερε και πιες. Βλέπεις ήμασταν και οι δυο άνθρωποι του ποτηριού. Και αφού το αλκοόλ είχε αρχίσει να κάνει την δουλειά του, τότε μόνο μου μίλησε. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα. Μάνο τρώγαμε και πίναμε και πίναμε και πίναμε. Τον άκουσα να μου λέει με λόγια μεθυσμένα: Όταν δουλεύουμε σκέφτεσαι εμένα και όχι την δουλειά. Όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι την δουλειά και όχι εμένα θα δεις τι πραγματικά είσαι. Δεν σε διάλεξα στην τύχη.
Εκείνο το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ παρ`ότι είχα πιει ένας θεός ξερή πόσο. Στο ζαλισμένο μου από το ποτό και την οργή μυαλό στριφογυρνάει συνέχεια η κουβέντα του: Όταν δουλεύουμε σκέφτεσαι εμένα και όχι την δουλειά. Όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι την δουλειά και όχι εμένα θα δεις τι πραγματικά είσαι. Δεν σε διάλεξα στην τύχη. Τι λες ρε φιλαράκι, σιγά μην σε βλέπω και στον ύπνο μου κιόλας. Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου. Εγώ κοιτάω την δουλειά μου και μόνο αυτή και όλη την ημέρα τρέχω πάνω και κάτω, σου κουβαλάω τα ξύλα που θες και ότι χρειάζεσαι για να μην αρχίσεις να φωνάζεις πάλι γιατί δεν το γουστάρω να μου φωνάζουν. Τι; Τι είπα τώρα; Άρα δεν σκέφτομαι τι χρειάζεται για να γίνει η δουλειά αλλά το να μην αρχίσεις να φωνάζεις. Δηλαδή σκέφτομαι εσένα. Κοίτα να δεις που έχει δίκιο ο Παυλάκης. Πόσο βλάκας είμαι! Και με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα.
Η άλλη μέρα, η δεύτερη που δούλευα με τον Παυλάκη, ήταν τελείως διαφορετική. Μεχρι να ερθει στην δουλειά είχα ετοιμάσει είδη τον καφέ του και τα υλικά που θα χρειαζότανε. Αφού ήπιε τον καφέ του, εγώ ήμουν τώρα αυτός που τον κοίταξε ειρωνικά και με ένα πονηρό όλο υπονοούμενα χαμόγελο. Μάστορα είσαι έτοιμος; Και η αλήθεια είναι ότι δεν έβλεπα πλέον τον Παυλάκη σαν Παυλάκη αλλά σαν ένα εργαλείο που θα τοποθέτηση τα υλικά έτσι που να κλείσω τα καλούπια μου και να ρίξω μπετά. Σταμάτησε να ακούγετε η φωνή του και άρχισε να ακούγετε το σκεπάρνι του. Και ήταν μόνο το δικό του που ακουγότανε μιας και οι υπόλοιποι είχαν κυριολεκτικά καθίσει μαζί με τον εργολάβο και τον γιο του και μας χαζεύανε. Ο Παυλάκης επάνω στην σκαλωσιά είχε φτάσει να καρφώνει τις 45αρες πρόκες στα Λατάκια με τρεις σκεπαρνιές(ένας καλός μάστορας χρειάζεται τουλάχιστον έξι) και εγώ από κάτω να του ανεβάζω κυριολεκτικά τα ξύλα μες την μούρη του μόλις άκουγα την δεύτερη. Αν δεν προλάβαινε θα τον χτυπούσε το ξύλο στο Δόξα Πατρὶ.
Γίναμε ένα αχώριστο δίδυμο και κάναμε πάρα πολλές δουλειές μαζί. Ο Παυλάκης έπαιρνε τις δουλειές από τους εργολάβους αποκοπεί και έτσι με πλήρωνε εκείνος. Κατάφερα να ξεπληρώσω όλες τις υποχρεώσεις μέσα σε πολύ μικρο χρονικό διάστημα και οι γονείς μου έγιναν καλά. Δεν έμαθα όμως ποτέ πόσα μου έδινε γιατί είχε τον τρόπο του. Αυτά όμως που μου έδινε στο χέρι ξεπέρναγαν κατά πολύ τις υψηλότερες αμοιβές των καλύτερων μαστόρων στα αυθαίρετα. Τα βράδια που βγαίναμε και πίναμε πλήρωνε εκείνος λέγοντας μου ότι τα κρατάει από το μεροκάματό μου.
Όταν οι δουλειές άρχισαν να γίνονται σπανιότερες και μόνο στα νόμιμα μπορούσαμε να βρούμε κάτι τότε άρχισαν οι δρόμοι μας να χωρίζουν. Μετακόμισα σε άλλη περιοχή μιας και στο Χαλάνδρι δεν μπορούσα πια να εργαστώ σαν οικοδόμος (αντιδρούσαν όλοι οι συνάδελφοι με την ταχύτητά μου). Και έτσι ξαφνικά χαθήκαμε.
Δεν μπόρεσα να ξανά-δουλέψω στην οικοδομή. Βλέπεις όλο το κύκλωμα των οικοδόμων είναι σχετικά μικρο. Αλλά και στις άλλες δουλειές είχα πρόβλημα. Βλέπεις ο Παυλάκης με έμαθε να βλέπω και να ακούω τις ανάγκες της δουλειάς και όχι των αφεντικών που ήθελαν μόνο να κάνω ότι αυτοί ήθελαν.
Έφυγα από την Αθήνα και ανέβηκα στον Έβρο. Με αρκετά παρακάλια και με μέσον κατάφερα να εργαστώ πάλι σαν οικοδόμος σε έναν υπεργολάβο τον Θανάση. Έβαλα μυαλό και όταν με ρώτησε τι ξέρω να κάνω του είπα ότι ξέρω μόνο να ξεχωρίζω τα ξύλα και ότι δεν θα το μετανοιώσει που με παίρνει στην δουλειά του. Ξεκίνησα στην ανέγερση του σχολείου του Τυχερού στον Εβρο. Και όπως λέει ο λαός ότι δεν μπορεί να κρύψει η πουτ@ν@ την χαρά της έτσι και εγώ, ενώ τις πρώτες μέρες ήμουν εγκρατής (μόνο που δεν κοιμόμουν όρθιος) άρχισα πάλι τα δικά μου. Τι χρειάζεται η δουλειά και τα τοιαύτα. Για καλή μου τύχη ο Θανάσης είναι τις ίδιας φιλοσοφίας και με άφησε ελεύθερο να ανέβω μέχρι όπου πάει. Και με υποστήριζε κιόλας και με υψηλότερες αποδοχές αλλά και ο ίδιος προσωπικά λέγοντας μου κάθε τόσο και λιγάκι ανέβαινε ανέβαινε εγώ είμαι εδώ.
Όταν τελειώσαμε το σχολείο του Τυχερού αναλάβαμε τον δρόμο Χιλής Μάκρης.Με την υποστήριξη του Θανάση και ύστερα από πολύ σκληρή δουλειά έγινα βοηθός τοπογράφου και ξεκινήσαμε να χαράζουμε τα βουνά για να περάσει η Εγνατία Οδός. Εκεί όμως ήρθα σε ρήξη με τον εργοταξιάρχη και συνεταίρο του Θανάση,τον Νικηφόρο ο οποίος δεν μπορούσε να με χωνέψει ειδικά από την στιγμή που απέδειξα μπροστά σε όλους το βλακωδώς λάθος του. Ακόμα είναι σαν να τον ακούω να λέει: ποιος είσαι εσύ που θα μιλήσεις σε μένα; Ένας βοηθός εργάτου είσαι! Την άλλη μέρα που παραδέχτηκε το λάθος του ,φυσικό ήταν αφού όλοι τον έκραξαν, πήγα στον Θανάση και δήλωσα παραίτηση. Ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που θυμάμαι με τέτοιο εργατικό μυαλό.
Αφού περιπλανήθηκα για αρκετό χρόνο στο χώρο της εργασίας και είχα αρκετές περιπέτειες με την ίδια πάντα κατάληξη, κατάλαβα ότι κάτι έχει αλλάξει. Ο κόσμος δεν αγωνιζόταν πια για την επιβίωση. Είχαν βρει ένα τρόπο και είχαν εξασφαλίσει ανέσεις και αποδοχές που δεν χρειαζόταν καν να ιδρώσουν. Και γι`αυτό δεν μπορούσα να δουλέψω. Έτσι άρχισα την παροχή υπηρεσιών. Εκεί βρήκα την επαγγελματική μου υγεία.
Με την δυνατή μου γνώση και εμπειρία που είχα αποκτήσει τόσα χρόνια στην δουλειά και με το μυστικό που μου είχε μάθει ο Παυλάκης κατάφερα πάρα πολλά. Παντρεύτηκα και έκανα οικογένεια και παιδιά. Και εκεί που όλα πήγαιναν καλά ξέσπασε ένα μεγάλο κύμα καταστροφής. Βλέπεις ο Παυλάκης το μυστικό αυτό: Όταν δουλεύουμε σκέφτεσαι εμένα και όχι την δουλειά. Όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι την δουλειά και όχι εμένα θα δεις τι πραγματικά είσαι. Δεν σε διάλεξα στην τύχη, το είπε από ότι φαίνεται μόνο σε μένα. Οι άλλοι βρήκαν μια δικιά τους πατέντα, ένα έξυπνο κόλπο και έπαιρναν λεφτά για δυο και τρεις ζωές, χωρίς να τα έχουν δουλέψει και έβγαιναν στο καφενείο και κοκορευόντουσαν για την εξυπνάδα τους, ζήλευαν και οι υπόλοιποι και το έκαναν όλοι. Οι χώρα μας χρεοκόπησε. Εγώ υποχρεώθηκα να κλείσω τις επιχειρήσεις μου και βρέθηκα στον άσο και καταχρεωμένος.
Α ρε Παυλάκη. Αν έβλεπες τον αετό σου (έτσι με φώναζε) τώρα είμαι σίγουρος πως τα πόδια σου θα λυγίζανε, τα στήθια σου δεν θα μπορούσαν να πνίξουν το λυγμό και τα μάτια σου, αυτά τα άγρια μάτια θα γέμιζαν από δάκρυα λύπης. Συγνώμη Παυλάκη για την κατάντια μου.
ΥΓ. Το παραπάνω κείμενο δεν είναι μυθοπλασία αλλά πραγματικότητα. Ο Παυλάκης είναι ένας πόντιος από την Θεσσαλονίκη που γνωριστήκαμε στο Χαλάνδρι μέσα στην δουλειά. Δεν θυμάμαι το επίθετό του, Πετρίδης - Παυλίδης, δεν θυμάμαι. Βλέπεις είχαμε τέτοια σχέση που δεν χρειαζόμασταν περισσότερα στοιχεία. Κάπνιζε Sante άφιλτρο και έλεγε: Όποιος θέλει να με βρει δεν έχει από το να ακολουθήσει τα αποτσίγαρα που πετάω κάτω.
Ένα απόγευμα μετά την παράδοση της τελευταίας οικοδομής που εργαζόμουν, πήγα στην καφετερία που συναντιόμασταν οι οικοδόμοι της περιοχής για να βρω καινούργια οικοδομή να δουλέψω. Τότε μου πρότειναν να δουλέψω στα αυθαίρετα. Οι απαιτήσεις αυτής της δουλειάς ήταν ότι εκτός από καλός στην δουλειά σου έπρεπε και να είσαι πολύ γρήγορος. Το μεροκάματο που μου πρόσφεραν ήταν 12,000δρχ. και χωρίς ένσημα. Ήταν η περίοδος που υποστήριζα οικονομικά τους γονείς μου, που ήταν άρρωστοι και οι δυο και οι απαιτήσεις σε φάρμακα και γιατρούς ήταν πελώριες για τις οικονομικές μου δυνατότητες. Έτσι την άλλη μέρα το πρωί βρέθηκα να δουλεύω στα αυθαίρετα.
Ήταν ένα συνεργείο 15 ατόμων περίπου. Εφτά μάστορες και οχτώ βοηθοί. Η ταχύτητα που δούλευαν ήταν ιλιγγιώδης για μένα. Προσαρμόστηκα όμως σχεδόν σε δυο ημέρες χάρη στην υπέροχη βοήθεια και συνεργασία που βρήκα από όλους. Έτσι λοιπόν έγινα πολύ γρηγορότερος από ότι όλοι πίστευαν ότι μπορώ να γίνω.
Προς το τέλος της δεύτερης εβδομάδας, με πλησίασε ο γιος του εργολάβου και με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη μου είπε ότι θα έπρεπε να δουλέψω με τον Παυλάκη. Γιατί ποιος είναι ο Παυλάκης τον ρώτησα και εκείνος χαμογελώντας ακόμα περισσότερο μου είπε: θα δεις, θα δεις. Ακριβός το ίδιο μου είπε και όποιον κι`αν ρώτησα: θα δεις, θα δεις.
Την Δευτέρα ξεκινήσαμε μια καινούργια οικοδομή αρκετά μεγάλη. Κανονικά με τον ρυθμό που δουλεύαμε θα έπρεπε να την παραδώσουμε σε τρεις ήμερες (περίπου 8 με απλό συνεργείο). Ξεκινήσαμε λοιπόν στις εφτά το πρωί και δεν άργησαν να αρχίσουν και τα τα τραγούδια (δουλεύαμε και τραγουδούσαμε). Δεν ξέρω τι ώρα ήταν όταν κατάλαβα ότι κανείς δεν τραγουδούσε πια και ότι ο χτύπος από τα σκεπάρνια που κάρφωναν τις πρόκες είχε πολλαπλασιαστή σε ασυνήθιστο ρυθμό. Επίσης συνειδητοποίησα ότι ήμουν ο μόνος βοηθός που εξυπηρετούσε και τους εφτά μάστορες. Σήκωσα τα μάτια μου για να βρω τους άλλους βοηθούς, που πίστευα ότι μου έκαναν πλάκα δοκιμάζοντας την ταχύτητά μου, αλλά τους είδα όλους να τρεχουν σαν τρελοί, για να προλάβουν έναν καινούργιο μάστορα που δεν είδα πότε ήρθε.
Ήταν ένα άτομο κοντά στα 40 μετρίου αναστήματος, με κοντά αραιά μαλλιά και φώναζε τόσο δυνατά και νευρικά που σου ανέβαζε την αδρεναλίνη στα ύψη. Φέρτε Λατάκια φέρτε πρόκες, φέρτε τάβλες, τράβα το ράμμα, άντε ρε ακόμα; Κουνηθείτε ρε...(οι βρισιές που έλεγε ήταν αρκετά γνωστές σε όλους μας). Κάποια στιγμή, ζήτησε ξύλα και επειδή ήμουν κοντά του τα έδωσα τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να βρίσει. Κοντοστάθηκε και με κοίταξε απορημένος. Τότε κατάφερα να δω το πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο δύσκολου ανθρώπου, χαραγμένο από τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και τόσο άγριο που πίστεψα εκείνη την στιγμή ότι θα πιαστούνε στα χέρια. Τα μάτια του ήταν κάτι που δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει. Πέταγαν φωτιές και δήλωναν ότι είναι έτοιμος για όλα. Η ταν η επί τας , όλα η τίποτα, ήταν τα μηνύματα που έλαβα από αυτήν την αστραπιαία και άγρια ματιά. Τα χείλη του ήταν σφιχτά κλειστά, γιατί στήριζαν τις πρόκες που είχε στο στόμα του(συνήθεια των οικοδόμων) και αμέσως άρχισε να φωνάζει και να βρίζει τους βοηθούς του: Άντε ρε άχρηστοι μ@λ@κες μέχρι αυτός που δουλεύει με αυτούς με προλαβαίνει. Φερε ρε αυτό το πέτσωμα και έδειχνε με το δάχτυλο του ποιο ξύλο έλεγε, αλλά τα παιδιά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε και τι έδειχνε. Για να καταλάβεις προσπάθησε να μιλήσεις με το στόμα σφιχτά κλειστό. Και τότε άρχισε να πετάει πρόκες από το στόμα του προς το ξύλο που ήθελε για να καταλάβουν οι βοηθοί του. Τόλμα να το κάνεις αυτό σε μένα και θα δεις, ήταν η σκέψη που ήρθε στο μυαλό μου.
Αυτό είναι ο Παυλάκης μου ψιθύρισε ένας μάστορας όταν είπα: ω ρε μάνα μου τι είναι τούτο; Η ημέρα συνεχίστηκε με εξωφρενικούς ρυθμούς. Όλοι δουλεύαμε θεότρελα, ποιο γρήγορα και από την σκέψη. Το μόνο που θυμάμαι είναι τον εργολάβο να μας διώχνει και να μας λέει να μην βγούμε βόλτα εκείνη την ημέρα γιατί θα μας καλούσε πάλι. Δεν πολυκατάλαβα τι έλεγε, αλλά φύγαμε όλοι. Δεν κατάλαβα ούτε σε ποιο στάδιο είχαμε φέρει τα καλούπια. Πήγα στο σπίτι μου και έφαγα σαν ζώο, χωρίς να βγάλω τα ρούχα τις δουλειάς. Ούτε καν τα παπούτσια. Ήμουν τόσο κουρασμένος και φορτωμένος ακόμα με την υπερένταση, που ξάπλωσα στο πάτωμα για να ηρεμήσω.
Πρέπει να ήταν γύρω στις εφτά και μισή το απόγευμα, όταν με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο γιος του εργολάβου και μου έλεγε να πάω στην δουλειά για να κλείσουμε και να ρίξουμε μπετά. Πίστευα ότι με κορόιδευε. Πως είναι δυνατόν να ρίξουμε μπετά σήμερα; χαχαχα γέλασα. Σηκώθηκα και πήγα. Πράγματι ήταν όλη η ομάδα εκεί. Ήταν και ο Παυλάκης εκεί, πολύ ποιο ήρεμος τώρα, αλλά πάλι πολύ άγριος. Και το αστείο είναι ότι πραγματικά ρίξαμε μπετά εκείνο το βράδυ. Έμεινε μόνο ένα πολύ μικρο κομμάτι για να ρίξουμε όλη την πλάκα κι` αυτό γιατί μας κυνήγησε πάλι η αστυνομία, αλλά την άλλη μέρα το πρωί κάναμε λίγο χαρμάνι και το ρίξαμε και αυτό. Ήμασταν δυο άτομα όλο κι όλο, ο γιος του εργολάβου κι εγώ όταν ήρθε ο Παυλάκης, με έδειξε με το δάχτυλο και με άγρια φωνή είπε στο αφεντικό: Αυτός είναι δικός μου. Τον θέλω εγώ. Δεν πάει σε κανέναν άλλον κατάλαβες; και έφυγε τόσο ξαφνικά όσο και ήρθε. Έμεινα σαν χαζός να κοιτάω το αφεντικό που είχε σκάσει στα γέλια. Από αύριο δουλεύεις μόνο με τον Παυλάκη.
Έτσι και έγινε. Το άλλο πρωινό αρχίσαμε με τον Παυλάκη να δουλεύουμε οι δυο μας. Πραγματικά αυτό το τρομερό πράγμα, το να προμηθεύεις ξύλα και ότι χρειάζονται εφτά γρήγορα και καλά μαστοριά άρχισε να φαίνεται σαν παιχνιδάκι για παιδιά σε σύγκριση με το να προμηθεύεις τον Παυλάκη. Αν θα μπορούσα να σου πω ότι η ανώτερη ταχύτητα που είχα πιάσει με τους άλλους ήταν τα εκατό, με τον Παυλάκη ξεκινήσαμε από τα εκατόν πενήντα. Ζήταγε μάζευα του έδινα και μέχρι να μαζέψω τα επόμενα που ζήταγε, αυτό το καθίκι είχε τελειώσει και με περίμενε και χαμογελώντας ειρωνικά μου έλεγε άντε ακόμα; Ποιο γρήγορα εγώ, ποιο γρήγορα και αυτός. Ακόμα ποιο γρήγορα εγώ ακόμα ποιο γρήγορα και αυτός. Δεν τον προλάβαινα με τίποτα. Πρέπει να είχα ξεπεράσει τα διακόσια όταν άρχισε να φωνάζει: Άντε ρε άχρηστε ακόμα; Το μυαλό μου άρχισε να φέρνει σβούρες. Η υπερένταση και η αδρεναλίνη πρέπει να άγγιξαν όρια που ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν αγγίξει. Κι`όμως ακόμα ισορροπούσα και αύξανα ταχύτητα ακόμα περισσότερο. Έφτασα σε όρια ταχύτητας εργασίας τέτοια που δεν μπορεί άνθρωπος που δεν το είδε να το πιστέψει. Οι άλλοι είχαν σταματήσει να δουλεύουν και μας κοίταγαν θαυμάζοντας αυτό που έβλεπαν. Δεν ξέρω τι θέαμα ήμασταν για τους άλλους αλλά το μόνο που θυμάμαι είναι να ακούω ένα βουητό μέσα στο μυαλό μου την στιγμή που αυτό το κάθαρμα μου πέταξε πρόκα για να καταλάβω ποιο ξύλο ήθελε.
Θολούρα, σκοτοδίνη, το μόνο πράγμα που έβλεπα πλέον ήταν αυτός. Είχε κλειδώσει η ματιά μου επάνω του και έτσι όπως τον σημάδευα έτρεξα για να τον πιάσω και να ξεσπάσω πάνω του όλη την οργή και τον θυμό που ένοιωθα. Έβριζα και φώναζα σαν και εγώ δεν ξέρω τι, αλλά το μόνο που γινότανε ήταν να βγαίνουν ακανόνιστοι ήχοι από το στόμα μου. Δεν μπορούσα να δω όμως από την θολούρα μου την σκαλωσιά για να μπορέσω να ανέβω και να του........ Τότε και κατάλαβα ότι ήμουν λίγος για τον Παυλάκη. Δεν μπορούσα να τον φτάσω. Απογοητεύτηκα με τον εαυτό μου. Ήμουν πραγματικά άχρηστος και ανάξιος να κρατήσω αυτή την δουλειά. Δεν το αξίζω. Και χωρίς να καταλαβαίνω πλέων και πολλά έβγαλα την ζώνη με τα εργαλεία μου, την άφησα κάτω και γύρισα και έφυγα. Παραιτήθηκα.
Δεν θυμόμουν ούτε το ότι είχα αμάξι και έφυγα με τα πόδια. Δεν ξέρω πόση ώρα περπάταγα ούτε που πήγαινα. Ένα αμάξι σταμάτησε δίπλα μου και άνοιξε η πόρτα του συνοδηγού. Χωρίς να σκεφτώ πλησίασα και μπήκα μέσα. Η οργή μου ξαναφούντωσε όταν κατάλαβα ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο Παυλάκης και αν δεν μου έλεγε ήρεμα είναι όλα καλά δεν ξέρω τι θα είχε γίνει. Με πήγε σε ένα καφενείο που είχε και μεζεδάκια. Αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε σαν να ήτανε γιορτή. Και φερε και πιες και φερε και πιες. Βλέπεις ήμασταν και οι δυο άνθρωποι του ποτηριού. Και αφού το αλκοόλ είχε αρχίσει να κάνει την δουλειά του, τότε μόνο μου μίλησε. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα. Μάνο τρώγαμε και πίναμε και πίναμε και πίναμε. Τον άκουσα να μου λέει με λόγια μεθυσμένα: Όταν δουλεύουμε σκέφτεσαι εμένα και όχι την δουλειά. Όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι την δουλειά και όχι εμένα θα δεις τι πραγματικά είσαι. Δεν σε διάλεξα στην τύχη.
Εκείνο το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ παρ`ότι είχα πιει ένας θεός ξερή πόσο. Στο ζαλισμένο μου από το ποτό και την οργή μυαλό στριφογυρνάει συνέχεια η κουβέντα του: Όταν δουλεύουμε σκέφτεσαι εμένα και όχι την δουλειά. Όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι την δουλειά και όχι εμένα θα δεις τι πραγματικά είσαι. Δεν σε διάλεξα στην τύχη. Τι λες ρε φιλαράκι, σιγά μην σε βλέπω και στον ύπνο μου κιόλας. Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου. Εγώ κοιτάω την δουλειά μου και μόνο αυτή και όλη την ημέρα τρέχω πάνω και κάτω, σου κουβαλάω τα ξύλα που θες και ότι χρειάζεσαι για να μην αρχίσεις να φωνάζεις πάλι γιατί δεν το γουστάρω να μου φωνάζουν. Τι; Τι είπα τώρα; Άρα δεν σκέφτομαι τι χρειάζεται για να γίνει η δουλειά αλλά το να μην αρχίσεις να φωνάζεις. Δηλαδή σκέφτομαι εσένα. Κοίτα να δεις που έχει δίκιο ο Παυλάκης. Πόσο βλάκας είμαι! Και με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα.
Η άλλη μέρα, η δεύτερη που δούλευα με τον Παυλάκη, ήταν τελείως διαφορετική. Μεχρι να ερθει στην δουλειά είχα ετοιμάσει είδη τον καφέ του και τα υλικά που θα χρειαζότανε. Αφού ήπιε τον καφέ του, εγώ ήμουν τώρα αυτός που τον κοίταξε ειρωνικά και με ένα πονηρό όλο υπονοούμενα χαμόγελο. Μάστορα είσαι έτοιμος; Και η αλήθεια είναι ότι δεν έβλεπα πλέον τον Παυλάκη σαν Παυλάκη αλλά σαν ένα εργαλείο που θα τοποθέτηση τα υλικά έτσι που να κλείσω τα καλούπια μου και να ρίξω μπετά. Σταμάτησε να ακούγετε η φωνή του και άρχισε να ακούγετε το σκεπάρνι του. Και ήταν μόνο το δικό του που ακουγότανε μιας και οι υπόλοιποι είχαν κυριολεκτικά καθίσει μαζί με τον εργολάβο και τον γιο του και μας χαζεύανε. Ο Παυλάκης επάνω στην σκαλωσιά είχε φτάσει να καρφώνει τις 45αρες πρόκες στα Λατάκια με τρεις σκεπαρνιές(ένας καλός μάστορας χρειάζεται τουλάχιστον έξι) και εγώ από κάτω να του ανεβάζω κυριολεκτικά τα ξύλα μες την μούρη του μόλις άκουγα την δεύτερη. Αν δεν προλάβαινε θα τον χτυπούσε το ξύλο στο Δόξα Πατρὶ.
Γίναμε ένα αχώριστο δίδυμο και κάναμε πάρα πολλές δουλειές μαζί. Ο Παυλάκης έπαιρνε τις δουλειές από τους εργολάβους αποκοπεί και έτσι με πλήρωνε εκείνος. Κατάφερα να ξεπληρώσω όλες τις υποχρεώσεις μέσα σε πολύ μικρο χρονικό διάστημα και οι γονείς μου έγιναν καλά. Δεν έμαθα όμως ποτέ πόσα μου έδινε γιατί είχε τον τρόπο του. Αυτά όμως που μου έδινε στο χέρι ξεπέρναγαν κατά πολύ τις υψηλότερες αμοιβές των καλύτερων μαστόρων στα αυθαίρετα. Τα βράδια που βγαίναμε και πίναμε πλήρωνε εκείνος λέγοντας μου ότι τα κρατάει από το μεροκάματό μου.
Όταν οι δουλειές άρχισαν να γίνονται σπανιότερες και μόνο στα νόμιμα μπορούσαμε να βρούμε κάτι τότε άρχισαν οι δρόμοι μας να χωρίζουν. Μετακόμισα σε άλλη περιοχή μιας και στο Χαλάνδρι δεν μπορούσα πια να εργαστώ σαν οικοδόμος (αντιδρούσαν όλοι οι συνάδελφοι με την ταχύτητά μου). Και έτσι ξαφνικά χαθήκαμε.
Δεν μπόρεσα να ξανά-δουλέψω στην οικοδομή. Βλέπεις όλο το κύκλωμα των οικοδόμων είναι σχετικά μικρο. Αλλά και στις άλλες δουλειές είχα πρόβλημα. Βλέπεις ο Παυλάκης με έμαθε να βλέπω και να ακούω τις ανάγκες της δουλειάς και όχι των αφεντικών που ήθελαν μόνο να κάνω ότι αυτοί ήθελαν.
Έφυγα από την Αθήνα και ανέβηκα στον Έβρο. Με αρκετά παρακάλια και με μέσον κατάφερα να εργαστώ πάλι σαν οικοδόμος σε έναν υπεργολάβο τον Θανάση. Έβαλα μυαλό και όταν με ρώτησε τι ξέρω να κάνω του είπα ότι ξέρω μόνο να ξεχωρίζω τα ξύλα και ότι δεν θα το μετανοιώσει που με παίρνει στην δουλειά του. Ξεκίνησα στην ανέγερση του σχολείου του Τυχερού στον Εβρο. Και όπως λέει ο λαός ότι δεν μπορεί να κρύψει η πουτ@ν@ την χαρά της έτσι και εγώ, ενώ τις πρώτες μέρες ήμουν εγκρατής (μόνο που δεν κοιμόμουν όρθιος) άρχισα πάλι τα δικά μου. Τι χρειάζεται η δουλειά και τα τοιαύτα. Για καλή μου τύχη ο Θανάσης είναι τις ίδιας φιλοσοφίας και με άφησε ελεύθερο να ανέβω μέχρι όπου πάει. Και με υποστήριζε κιόλας και με υψηλότερες αποδοχές αλλά και ο ίδιος προσωπικά λέγοντας μου κάθε τόσο και λιγάκι ανέβαινε ανέβαινε εγώ είμαι εδώ.
Όταν τελειώσαμε το σχολείο του Τυχερού αναλάβαμε τον δρόμο Χιλής Μάκρης.Με την υποστήριξη του Θανάση και ύστερα από πολύ σκληρή δουλειά έγινα βοηθός τοπογράφου και ξεκινήσαμε να χαράζουμε τα βουνά για να περάσει η Εγνατία Οδός. Εκεί όμως ήρθα σε ρήξη με τον εργοταξιάρχη και συνεταίρο του Θανάση,τον Νικηφόρο ο οποίος δεν μπορούσε να με χωνέψει ειδικά από την στιγμή που απέδειξα μπροστά σε όλους το βλακωδώς λάθος του. Ακόμα είναι σαν να τον ακούω να λέει: ποιος είσαι εσύ που θα μιλήσεις σε μένα; Ένας βοηθός εργάτου είσαι! Την άλλη μέρα που παραδέχτηκε το λάθος του ,φυσικό ήταν αφού όλοι τον έκραξαν, πήγα στον Θανάση και δήλωσα παραίτηση. Ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που θυμάμαι με τέτοιο εργατικό μυαλό.
Αφού περιπλανήθηκα για αρκετό χρόνο στο χώρο της εργασίας και είχα αρκετές περιπέτειες με την ίδια πάντα κατάληξη, κατάλαβα ότι κάτι έχει αλλάξει. Ο κόσμος δεν αγωνιζόταν πια για την επιβίωση. Είχαν βρει ένα τρόπο και είχαν εξασφαλίσει ανέσεις και αποδοχές που δεν χρειαζόταν καν να ιδρώσουν. Και γι`αυτό δεν μπορούσα να δουλέψω. Έτσι άρχισα την παροχή υπηρεσιών. Εκεί βρήκα την επαγγελματική μου υγεία.
Με την δυνατή μου γνώση και εμπειρία που είχα αποκτήσει τόσα χρόνια στην δουλειά και με το μυστικό που μου είχε μάθει ο Παυλάκης κατάφερα πάρα πολλά. Παντρεύτηκα και έκανα οικογένεια και παιδιά. Και εκεί που όλα πήγαιναν καλά ξέσπασε ένα μεγάλο κύμα καταστροφής. Βλέπεις ο Παυλάκης το μυστικό αυτό: Όταν δουλεύουμε σκέφτεσαι εμένα και όχι την δουλειά. Όταν αρχίσεις να σκέφτεσαι την δουλειά και όχι εμένα θα δεις τι πραγματικά είσαι. Δεν σε διάλεξα στην τύχη, το είπε από ότι φαίνεται μόνο σε μένα. Οι άλλοι βρήκαν μια δικιά τους πατέντα, ένα έξυπνο κόλπο και έπαιρναν λεφτά για δυο και τρεις ζωές, χωρίς να τα έχουν δουλέψει και έβγαιναν στο καφενείο και κοκορευόντουσαν για την εξυπνάδα τους, ζήλευαν και οι υπόλοιποι και το έκαναν όλοι. Οι χώρα μας χρεοκόπησε. Εγώ υποχρεώθηκα να κλείσω τις επιχειρήσεις μου και βρέθηκα στον άσο και καταχρεωμένος.
Α ρε Παυλάκη. Αν έβλεπες τον αετό σου (έτσι με φώναζε) τώρα είμαι σίγουρος πως τα πόδια σου θα λυγίζανε, τα στήθια σου δεν θα μπορούσαν να πνίξουν το λυγμό και τα μάτια σου, αυτά τα άγρια μάτια θα γέμιζαν από δάκρυα λύπης. Συγνώμη Παυλάκη για την κατάντια μου.
ΥΓ. Το παραπάνω κείμενο δεν είναι μυθοπλασία αλλά πραγματικότητα. Ο Παυλάκης είναι ένας πόντιος από την Θεσσαλονίκη που γνωριστήκαμε στο Χαλάνδρι μέσα στην δουλειά. Δεν θυμάμαι το επίθετό του, Πετρίδης - Παυλίδης, δεν θυμάμαι. Βλέπεις είχαμε τέτοια σχέση που δεν χρειαζόμασταν περισσότερα στοιχεία. Κάπνιζε Sante άφιλτρο και έλεγε: Όποιος θέλει να με βρει δεν έχει από το να ακολουθήσει τα αποτσίγαρα που πετάω κάτω.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου